σταθμοῖσιν

σταθμοῖσιν
σταθμάω
measure by rule
pres part act masc/neut dat pl (epic doric ionic)
σταθμόν
weight
neut dat pl (epic ionic aeolic)
σταθμός
standing-place
masc dat pl (epic ionic aeolic)
σταθμός
standing-place
neut dat pl (attic epic ionic aeolic)
σταθμόω
pres part act masc/neut dat pl (doric aeolic)
σταθμόω
pres subj act 3rd sg (epic)
σταθμόω
pres ind act 3rd pl (aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εξέδρα — η (Α ἐξέδρα) [έδρα] νεοελλ. 1. ξύλινο ή μετάλλινο κατασκεύασμα πάνω από τη θάλασσα που συνδέεται με την ξηρά και χρησιμεύει ως διάδρομος ή αποβάθρα 2. ξύλινο κατασκεύασμα που στηρίζεται σε μικρούς στύλους για να παρακολουθούν οι θεατές τελετές ή… …   Dictionary of Greek

  • επαραρίσκω — ἐπαραρίσκω (AM) 1. αρμόζω, προσαρμόζω καλά πάνω σε κάτι 2. παρασκευάζω, κατασκευάζω αρχ. 1. στηρίζω κάτι κάπου, προσαρμόζω κάπου («πυκινὰς δὲ θύρας σταθμοῑσιν ἐπῆρσεν», Ομ. Ιλ.) 2. (μτχ. παρακμ.) ἐπαρηρώς, υīa, ός καλά στηριγμένος, προσαρμοσμένος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”